Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Κλασική Ομοιοπαθητική και η σημασία του ενός φαρμάκου


Με δεδομένη την πιθανότητα κάποιοι ασθενείς στα οδοντιατρεία κατά τη λήψη ιστορικού να αναφέρουν ότι κάνουν ομοιοπαθητική παραθέτουμε το παρακάτω άρθρο της Χαράς Βαρσακέλη, Ομοιοπαθητικού Ιατρού, από το περιοδικό Ομοιοπαθητική Ιατρική...

Η νόσηση του ανθρώπινου οργανισμού εκδηλώνεται με μια σειρά συμπτωμάτων, τα οποία δεν είναι η ίδια η νόσος.

Είναι η προσπάθεια του οργανισμού να αμυνθεί απέναντι στο βλαπτικό παράγοντα και είναι χρήσιμα για τη διατήρηση της ισορροπίας του. Π.χ. Ο πυρετός, ο βήχας, ο εμετός είναι συμπτώματα και όχι η νόσος.
Με αυτό τον τρόπο αντιδρά ο οργανισμός (προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή) απέναντι στο βλαπτικό παράγοντα.

Η καταστολή, «η θεραπεία» δηλαδή των συμπτωμάτων με χημικά φάρμακα δεν θεραπεύει τη νόσο, αλλά την ωθεί όλο και βαθύτερα στο εσωτερικό του οργανισμού και σε όργανα ή συστήματα μεγαλύτερης σπουδαιότητας, με αποτέλεσμα την εμφάνιση χρόνιων σοβαρών νοσημάτων.
Π.χ. Συχνά οι αλλεργικές ρινίτιδες, όταν καταστέλλονται από τα χημικά φάρμακα, οδηγούν τον οργανισμό στην εμφάνιση άσθματος, νοσήματος σοβαρότερου για την υγεία από ότι η αλλεργική ρινίτιδα. Και αυτό γίνεται σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις.

Στην Ομοιοπαθητική τα συμπτώματα θεωρούνται υψίστης σημασίας εκδήλωση του οργανισμού.

Η κατά Hahnemann κλασική Ομοιοπαθητική βασιζόμενη στον νόμο των ομοίων, ακολουθεί το δρόμο της φύσης και θεραπεύει κατά τον ίδιο αλάθητο τρόπο. ΟHahnemann στο «Όργανον της θεραπευτικής τέχνης» παράγραφος 47 αναφέρει:

«Δεν υπάρχει απλούστερος και πειστικότερος τρόπος, να καθοδηγηθεί ο γιατρός, στην επιλογή της τεχνητής νοσογόνου δύναμης (του φαρμάκου), που πρέπει να διαλέξει για να θεραπεύσει σίγουρα, γρήγορα και μόνιμα, παρά μιμούμενος την συμπεριφορά της φύσης». Και συνεχίζει: «Κάθε νοσογόνο αίτιο απορυθμίζει τη ζωτική δύναμη (η μόνη που προκαλεί ασθένεια), η οποία εκτρέπει τον οργανισμό σε παθολογία υπό μορφή συμπτωμάτων, αλλά και αυτή η ίδια, η Ζωτική Δύναμη, τον θεραπεύει».

Το σύνολο των συμπτωμάτων σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί τη μοναδική ένδειξη (μονόδρομο), που θα μας οδηγήσει στην επιλογή του φαρμάκου και έτσι φθάνουμε στην εξατομικευμένη αγωγή για κάθε περίπτωση, για κάθε ασθενή. Π.χ. Κρυολόγημα με ζεστό κεφάλι, κόκκινα λαμπερά μάτια και χαμηλότερη θερμοκρασία στα άκρα μας επιβεβαιώνει το φάρμακο Belladona. Κρυολόγημα με σώμα κρύο, άκρα παγωμένα, μεγάλη ανησυχία και ανάγκη για μικρές ποσότητες νερού μας επιβεβαιώνει το φάρμακο Arsenicum album.

Η ανάγκη ανεύρεσης του ενός φαρμάκου για τον συγκεκριμένο ασθενή με την δεδομένη κλινική εικόνα είναι προφανής. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα βασίζουν την θεραπευτική τους δύναμη αποκλειστικά στην ιδιότητα τους να τροποποιούν την κατάσταση Υγείας. Το κάθε φάρμακο ξεχωριστά κρύβει δύναμη νοσηρότητας, που ταυτόχρονα σημαίνει και την ιδιότητα της θεραπευτικής του δύναμης. Το κατάλληλο ομοιοπαθητικό φάρμακο, το ομοιότατο ίαμα, επιλέγεται πάντα μόνο με βάση τα αντικειμενικά στοιχεία, δηλαδή τα συμπτώματα.

Η θεραπευτική δύναμη του φαρμάκου, αναφέρει ο Hahnemann, εξαρτάται από τα συμπτώματα που είναι σε θέση να προκαλέσει και τα οποία είναι όμοια με εκείνα της προκείμενης νόσου, αλλά ισχυρότερα σε ένταση (παράγρ.27 θεραπευτικός νόμος). Αυτό αφορά και τα οξέα και τα χρόνια νοσήματα. Τα παθολογικά συμπτώματα που δημιουργούν τα φάρμακα μπορούν να προκληθούν εάν δοθούν σε υγιή οργανισμό και αποτελούν την απόδειξη του φαρμάκου (proovings).

Όμως σε ασθενείς, το χορηγηθέν φάρμακο δεν γίνεται σχεδόν αντιληπτό, γιατί οι αλλαγές που προκαλεί στον οργανισμό, συμπλέκονται με τα συμπτώματα της παρούσας νόσου (παραγρ. 107). Δρα δηλαδή το ομοιοπαθητικό φάρμακο, έτσι ώστε να ενισχύει την τάση που επέλεξε ο ίδιος ο οργανισμός. Στην ίδια κατεύθυνση που η φύση ακολουθεί, προκειμένου να θεραπεύσει. Το κάθε φάρμακο έχει τη δική του δράση στον ανθρώπινο οργανισμό που είναι τόσο εξειδικευμένη, ώστε να μην συμπίπτει επακριβώς με τη δράση κανενός άλλου φαρμάκου.

Αν διαπιστώσουμε στην πρώτη κλινική εξέταση ότι το σύνολο των συμπτωμάτων δεν καλύπτεται από ένα μόνο φάρμακο και αυτό συμβαίνει συχνά στην καθημερινή πρακτική άσκηση της Ομοιοπαθητικής ιατρικής, αλλά από δυο, τότε θα δοθεί το πλέον όμοιο και ποτέ στη συνέχεια το άλλο χωρίς επανεξέταση.

 Το νέο φάρμακο θα επιλεγεί μετά τη δράση του πρώτου, με βάση την νέα κλινική εικόνα.

Θα πρέπει δηλαδή να υποχωρήσουν τα συμπτώματα βάσει των οποίων έχει επιλεγεί το πρώτο φάρμακο και μόνον τότε θα επανεξετάσουμε τον ασθενή για να μελετήσουμε τα συμπτώματα που παραμένουν ή εμφανίστηκαν ως νέα, προκειμένου να χορηγήσουμε το επόμενο φάρμακο. Πολύ δε λιγότερο να χρησιμοποιούνται και τα δυο μαζί (παράγρ.169). Αυτά ισχύουν ακόμη και στις περιπτώσεις μονόπλευρων συμπτωμάτων (ολιγοσυμπτωματικών), (παράγρ.169 και 177).

Στα ολιγοσυμπτωματικά νοσήματα ο ασθενής μετά τη χορήγηση του φαρμάκου θα εμφανίσει πολλά συμπτώματα που εμπεριέχονται στον κατάλογο των φαρμακολογικών ιδιοτήτων του φαρμάκου (παράγρ.180). Και αυτό αποτελεί ένδειξη ότι το φάρμακο ήταν σωστό και μας επιβάλλει να περιμένουμε, ώστε να ολοκληρωθεί η δράση του.

Μόλις η δράση του πρώτου φαρμάκου παύσει (απουσία συμπτωμάτων στα οποία βασιστήκαμε για να χορηγήσουμε το φάρμακο) τότε και μόνο τότε πρέπει να προβούμε σε επανεξέταση του ασθενούς με εκ νέου καταγραφή της παθολογικής του κατάστασης. Τότε χρειάζεται να προβούμε σε συνταγογράφηση του δεύτερου κατάλληλα επιλεγμένου ομοιοπαθητικού φαρμάκου (παράγρ.183). Αυτό θα ακολουθήσουμε μέχρι να επιτευχθεί το ριζικό θεραπευτικό αποτέλεσμα δηλαδή η ίαση του οργανισμού. Την ίδια μεθοδολογία θα ακολουθήσουμε και για τα τοπικά νοσήματα, διότι αποτελούν τοπική εντόπιση μιας γενικότερης εσωτερικής διαταραχής.

Δεν είναι ορθό να αφαιρεθεί το κορυφαίο τοπικό σύμπτωμα που αποτελεί πυξίδα, με οποιαδήποτε παρέμβαση, γιατί αυτό κυρία, μαζί με όλα τα άλλα συμπτώματα, θα μας οδηγήσει στο σωστό φάρμακο. Π.χ. Μία αρθρίτιδα με πόνο, οίδημα, ερυθρότητα δεν θα θεραπευτεί ως τοπικό, αλλά ως σύμπτωμα μιας γενικότερης παθολογίας.

Η μέγιστης σημασίας ανεύρεση του ενός μοναδικού φαρμάκου, αποτελεί αναντίρρητο δεδομένο στην επιδίωξη της Υγείας. Η Ζωτική Δύναμη δεχόμενη όλους τους νοσογόνους παράγοντες, δρα κατά κυβερνητικό τρόπο και κατανέμει τη νόσο με βάση την ιδιαίτερη προδιάθεση του οργανισμού. Πάντα προς όφελος του οργανισμού και όσο το δυνατόν σε λιγότερης σημασίας όργανα ή συστήματα, σε σχέση με τη διατήρηση της ζωής.

Οποιοδήποτε νοσογόνο αίτιο μπορεί να προκαλέσει νόσο σε ένα από τα τρία επίπεδα του ανθρώπινου οργανισμού Σωματικό-Συναισθηματικό-Διανοητικό. Η Ζωτική Δύναμη θα επιτρέψει την έκφραση τοΰ νοσήματος για κάθε οργανισμό διαφορετικά με βάση την ατομική του προδιάθεση π.χ. ένα δυσάρεστο γεγονός της ζωής προκαλεί: 

1) πανικό και έντονο φόβο,
2) εμετούς και διάρροια,
3) έντονη δερματική αντίδραση.

Σε τρεις διαφορετικούς ασθενείς η ίδια γενεσιουργός αιτία (causa factor) προκαλεί διαφορετικά συμπτώματα (ατομική αντίδραση). Το σύνολο των συμπτωμάτων (φυσική αντίδραση της Ζωτικής Δύναμης) μας οδηγεί στην ανεύρεση του σωστού φαρμάκου. Η Ομοιοπαθητική ως ολιστική ιατρική αντλεί τις πληροφορίες της από το σύνολο του οργανισμού, και θεραπεύει το σύνολο.

Αν αντί του σωστού ομοιοπαθητικού φαρμάκου δοθούν λανθασμένα ή πολλά μαζί ή σε λάθος χρόνο: 


  • Η συμπτωματολογία αλλοιώνεται λόγω απόδειξης των φαρμάκων (εμφάνιση συμπτωμάτων του χορηγηθέντος φαρμάκου) και η ανεύρεση του σωστού φαρμάκου καθίσταται προφανώς δυσκολότερη, λόγω της συνύπαρξης των πραγματικών συμπτωμάτων της νόσου, αλλά και των εμφανισθέντων από την χορήγηση του λανθασμένου φαρμάκου.





  • Η εκτίμηση της δράσης ή όχι του φαρμάκου δεν είναι εφικτή.Ο Γ. Βυθούλκας όρισε τα επίπεδα Υγείας με βάση σοβαρές παραμέτρους, όπως η παθογένεια, η βαρύτητα και η χρονιότητα του νοσήματος, η προδιάθεση του οργανισμού, η καθαρότητα του συνόλου των συμπτωμάτων.

    Σε αυτό το πρωτοποριακό και ριζοσπαστικό μοντέλο για την Υγεία και την Νόσο ο κάθε οργανισμός βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο Υγείας. Συμβατικά από το 1ο έως το 12ο. Στο πρώτο βρίσκονται οι υγιείς άνθρωποι/ κυρίως τα παιδιά. Στο 12ο οι πολύ βαριά ασθενείς με ανίατα νοσήματα και ενδιάμεσα υπάρχουν οι διάφορες διαβαθμίσεις.

    Ο τρόπος θεραπείας όσον αφορά την επιλογή των δυναμοποιήσεων και των επαναλήψεων στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτό το μοντέλο, αλλά παραμένει αναλλοίωτη η αρχή του ενός μοναδικού φαρμάκου. Συνεπώς εύκολα συμπεραίνεται ότι η χορήγηση συνόλου φαρμάκων ή του ενός μετά το άλλο, δεν στηρίζεται επιστημονικά στους νόμους και στις αρχές της κλασικής Ομοιοπαθητικής, με αποτέλεσμα:
    Δημιουργία περιπλεγμένων περιστατικών με πολλά συμπτώματα -απόδειξη φαρμάκων- χωρίς να μπορεί να φανεί το ένα μοναδικό καθαρό φάρμακο και τεράστιες δυσκολίες στη θεραπεία.

    Ακολουθώντας την στερεή θεωρητική βάση της επιστημονικής κλασικής Ομοιοπαθητικής, καθοδηγούμαστε σε πραγματικές θεραπείες του οργανισμού. Δεν καταστέλλουμε τα συμπτώματα δημιουργώντας σοβαρότερα χρόνια νοσήματα.Επιδιώκουμε την πραγματική Υγεία του όλου οργανισμού και στα τρία επίπεδα, όπως την όρισε ο Γ. Βυθουλκας, ότι, ακριβώς επιδιώκει η Ομοιοπαθητική ιατρική ως επιστήμη σήμερα.